Τσίκνα, λίγδα και παρέα

Το παζάρι της Αγίας Παρασκευής στη Χαλκίδα – θεσμός που οι ρίζες του χάνονται βαθιά πίσω στο χρόνο – είναι για μένα κάτι παραπάνω από στημένοι πάγκοι με πραμάτειες απλωμένες κάτω από πρόχειρα στέγαστρα, ζέστη, ιδρωτίλα και βαβούρα.

Είναι μνήμες και μυρωδιές που με ταξιδεύουν στρέητ θρού πίσω στη χαμένη παιδική αθωότητα. Τότε που δεν υπήρχαν smartphones και tablets κι αρκούσε να κρατώ ένα πλαστικό αυτοκινητάκι στο χέρι για να νιώσω κατακτητής των δρόμων και του κόσμου ολάκερου, πλάθοντας με τη φαντασία ταξίδια νοερά δίχως γεωγραφικά όρια.

Τότε που πιτσιρικάδες μπαίναμε στον τροχό του παλιού λουνα παρκ κι ανεβαίναμε ψηλά για να αντικρίσουμε μια διαφορετική όψη της πόλης με τη γεύση από το μαλλί της γριάς ή του χαλβά με το καβουρδισμένο αμύγδαλο να γλυκαίνει τον ουρανίσκο.

Avec un peu d’ air sur la terre…ακριβώς κάτω από τα πόδια μας, ολιγαρκείς αλλά γεμάτοι, πλήρεις ευδαιμονίας.

Εν τέλει, οφείλω να το παραδεχτώ ανοιχτά.

Γουστάρω ακόμα το σαματά και το χαβαλέ της υπαίθριας αγοράς, όλο αυτό το κιτς πανηγυράκι. Ίσως και να αποτελεί ένδειξη του μεσογειακού ταμπεραμέντου που υπάρχει λίγο ή περισσότερο μέσα σε καθένα μας.

Λατρεύω το χάσιμο στο πλήθος και το ατελείωτο χάζεμα σε πάγκους με βιβλία, εργαλεία για μαστορέματα ….ακόμα και κάλτσες. Τον ενικό της αμεσότητας στην επικοινωνία που δεν προσβάλλει αλλά σε φέρνει πιο κοντά με τους ξένους, τους αγνώστους, μακριά από την απρόσωπη ευγένεια που συναντάς σε μοδέρνες κρεατομηχανές τύπου mall.

Όπως και να ‘χει, μια βόλτα ως εκεί, δίνει την ευκαιρία μιας σύντομης κοινωνιολογικής καταγραφής και ανάλυσης.

Σέβομαι τους ανθρώπους που μοχθούν για το μεροκάματο σε αυτές τις συνθήκες και κινούνται σαν σύγχρονοι νομάδες, όπου υπάρχει ζωή εν κινήσει.
Αυτούς αλλά και τα παιδιά τους που όντας ήδη μπασμένα στη ζωή έχουν μάθει πως τίποτα δε χαρίζεται, τίποτα δε λογίζεται ως δεδομένο. Χαριτωμένα τυπάκια που από μικρά αποκτούν κοινωνική παιδεία την οποία πολλοί, πολύ μεγαλύτεροι τους με πτυχία και περγαμηνές δεν κατάφεραν να πάρουν.
Ώριμα, προσγειωμένα άτομα που αγωνίζονται στην οικογενειακή επιχείρηση για να εξασφαλίσουν ρούχα, παπούτσια και βιβλία για το σχολείο που θα ξεκινήσει από Σεπτέμβρη. Κι έπειτα….έχει ο Θεός.

Κάτι τέτοιες στιγμές μέσα στο κατακαλόκαιρο μπορείς να αγγίξεις την απλότητα στην ευτυχία. Έτσι όπως τούτη ορίζεται από μια μερίδα ψητό γουρουνόπουλο στη λαδόκολλα – χωρίς μαχαιροπήρουνο – και μερικές παγωμένες μπύρες που πίνεις κατ’ ευθείαν από το μπουκάλι, μαζί με καλούς φίλους.

Γέλια και χοντροκομμένα αστεία, με το μπαρδόν. Ανεμελιά, χαλαρότητα….ελευθερία.

Τσίκνα, λίγδα και παρέα.

Αποτάσσοντας το μανδύα που ο ρόλος καθενός επιβάλλει και ντύνοντας την ψυχή του με ένα παλιό, ξεβαμμένο μπλου τζιν.

(Απόσπασμα από το ημερολόγιο ενός Late Bloomer)

Μοιραστείτε:  

Tags: