Στο διάδρομο, όλα ευθεία.

Ένα θρανίο που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται σε σύνδεσμο φιλάθλων του Ολυμπιακού: “Θρύλος” παντού. Και σκόρπια δυο τρία πέη. Και μια καρέκλα που παλαντζάρει. Τοποθετημένα στο κέντρο, εκεί που διασταυρώνονται οι διάδρομοι. Εκεί που καταφθάνουν οι ήχοι από απροσδιόριστα σημεία.
Το πρώτο μισάωρο σιωπή. Απλωμένη η τάξη. Τα στυλό που τρέχουν να προλάβουν τις σκέψεις. Εκείνος ο ανεμιστήρας του Α2, κάθε στροφή και τρίξιμο, αγνοεί κάθε προσπάθειά μου να συντονίσω το τρίξιμο με τα δευτερόλεπτα που περνούν και επιδεικτικά συνεχίζει στο δικό του ρυθμό να διαγράφει κύκλους ασθμαίνοντας. Σε κάθε γύρο και πιο προκλητικός ο θόρυβος:
“Μήπως μπορούμε να τον κλείσουμε;” Το θύμα υποκύπτει.
Κάνα δυο ξεφυσάνε, κόλλες γυρίζουν αμήχανα μπρος πίσω και μια φωνή από το υπερπέραν κάτι εξηγεί για ένα ημίτονο χ. Τα χρυσαφί τακούνια της κυρίας Αργυρίου με τον ξύλινο πάτο με βγάζουν από τον λήθαργο. Με πλησιάζει, νυχοπατώντας σαν έφηβη που γυρνάει αργά στο σπίτι:
“Α, εγώ δε δίνω εξηγήσεις ούτε απαντάω σε ερωτήσεις. Ό,τι κατάλαβαν, κατάλαβαν. Τους έχω εκπαιδεύσει εγώ.” (δεύτερη φορά το “εγώ”).
“Αμάν”, σκέφτομαι. “Εγώ, τί κάνω, μήπως δεν τους έχω εκπαιδεύσει; Μήπως δεν είμαι καλή “εκπαιδευτικός” εγώ;” Τα τακούνια φεύγουν. Στην αρχή διστακτικά, (πω πω λάθος επιλογή αλλά τί να έβαζα με το πράσινο φόρεμα) αλλά μετά με αυτοπεποίθηση (τουλάχιστον ας προσέξουν ότι είναι καινούρια) σέρνουν πίσω τους τη μονοτονία. Το τακ τακ σιγοσβήνει στο τέλος του διαδρόμου.
Ρίχνω μια ματιά πίσω μου. Είναι ο πίνακας ανακοινώσεων με αναρτημένη την “εξεταστέα” ύλη. Η ύλη είναι πάντα διδακτέα, διδαχθείσα ή εξεταστέα. Πουθενά πίνακας για την αγαπημένη ύλη; Ύλη επιθυμιών; Ύλη αυτών που θέλουν να μαθευτούν και ποτέ δε διδάσκονται; Παρατηρώ τις δοσολογίες γνώσεων για τον υπερμαθητή. Σελίδες, κεφάλαια, ποιήματα, κείμενα, γεγονότα, θεωρίες, Πλάτωνας, Καρυωτάκης, Νεύτωνας, Μαρξ… Στοιχισμένα χαρτάκια για ευθύγραμμες σκέψεις.
Ανοίγει η πόρτα. Ένα αεράκι λίγο πιο δυνατό ξεσηκώνει τα χαρτάκια. Οι πινέζες εγκαταλείπουν γρήγορα τη μάχη. Η Βιολογία, η Φυσική και τα Αγγλικά κάνουν την επανάστασή τους. Παραβγαίνουν στο τρέξιμο ο Δαρβίνος με τον Νεύτωνα ενώ ο Σαίξπηρ τους φωνάζει να τον περιμένουν. Η αλυσίδα του DNA τώρα στροβιλίζεται τόσο γρήγορα που συμπαρασέρνει τον Ιουστινιανό και τον Κεμάλ, η Οξφόρδη ενώνεται με τη Σμύρνη και χημικά στοιχεία παίρνουν καταλήξεις του αορίστου β΄. Ο Αϊνστάιν χαζεύει τη δίνη, τιθασεύει τα μαλλιά του ενώ κρυφά υπολογίζει ταχύτητες στο σημειωματάριό του.
“Κυρία, ο αέρας πήρε την ύλη της Α΄Λυκείου. Να την καρφιτσώσουμε ξανά στον πίνακα;”
“Ναι, ναι, φυσικά. Μόνο προσέξτε να την καρφιτσώσετε καλά, να μείνει στη θέση της αυτή τη φορά”, λέω αμφιβάλλοντας αν χρησιμοποίησα τη σωστή δόση ανιχνεύσιμης ειρωνείας.
“Στη θέση τους και απόλυτα ευθυγραμμισμένα”
“Ναι” λέω ανόρεχτα και αποφεύγω να κοιτάξω την παράταξη. Δεν έχω διάθεση να αντικρίσω το ηττημένο βλέμμα του Αϊνστάιν ούτε το χαιρέκακο χαμόγελο του Καρυωτάκη.

Μοιραστείτε: