Σταύρος Ιωάννου

πίσω από την κάμερα

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ μας εκμυστηρεύεται τις ευαισθησίες του αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα ένας σκηνοθέτης, μας μιλάει για την τέχνη του ντοκιμαντέρ και μας προσκαλεί στο νέο θεσμό της πόλης…

Καταπιάνεται με ταινίες – ντοκιμαντέρ από τα πρώτα του βήματα. Από το 1984 διευθύνει την εταιρία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών Filmode. Eίναι καλλιτεχνικός διευθυντής στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ που διεξάγεται για δευτερή χρονιά στη Χαλκίδα.

Ποια είναι η σχέση σας με την Εύβοια, υπάρχουν συναισθηματικοί δεσμοί;

Σταύρος ΙωάννουΠατρίδα είναι τα παιδικά σου χρόνια, λένε. Έζησα 18 χρόνια στο Αλιβέρι και αργότερα, λόγω σπουδών, υπήρξε μια μακρόχρονη απουσία, πάνω από 20 χρόνια. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η Εύβοια έφυγε από μέσα μου, με απασχολούσε και με απασχολεί πάντα… Από τα φοιτητικά μου χρόνια ήμουν συλλέκτης οποιασδήποτε φωτογραφίας, γκραβούρας ή καρτ ποστάλ, με αποτέλεσμα σήμερα να έχω δημιουργήσει μια συλλογή με τίτλο «Η Εύβοια». Παρ’ όλ’ αυτά, «όπου και να γυρίσω με πληγώνει», όπως λέει και ο ποιητής. Με στενοχωρούν πάρα πολύ διάφορα πολύ άσχημα πράγματα που έχουν γίνει στο φυσικό περιβάλλον, έχω ασχοληθεί με κάποια σε ταινίες – ντοκιμαντέρ που έχω γυρίσει. Γενικά διατηρώ με την ιδιαίτερη πατρίδα μου σχέσεις και δεσμούς, έχω μια πολύ καλή παρέα, συναντιόμαστε, τα λέμε και μαζί αγωνιζόμαστε, κάνουμε μια προσπάθεια να αλλάξει κάτι, κατά την άποψή μου προς το καλύτερο.

Πείτε μου μερικά πράγματα για τις δουλειές σας μέχρι τώρα;

Ξεκίνησα το ’79 με τα Αντιά, για τα οποία θα κάνω ένα μεγάλο ντοκιμαντέρ, 30 χρόνια μετά, γιατί και εκεί έχει συντελεστεί η απόλυτη εγκατάλειψη. Όλα κλειστά και έρημα. Επίσης ο «Οιωνός», που αφορά στη λίμνη του Δύστου, αναφέρεται στην προσπάθεια καταστροφής της λίμνης από το τσιμεντάδικο της ΑΓΕΤ, το οποίο έπαιρνε το νερό. Πρόκειται για ένα θαύμα της φύσης, ένα άγονο τοπίο, σχεδόν κυκλαδικό. Παρακολούθησα επί τρία χρόνια την ολοσχερή αποξήρανσή της. Υπάρχουν πολλές ιδέες σχετικά με την Εύβοια, σε ό,τι αφορά το ντοκιμαντέρ πάντα, αλλά δε βρίσκεις εύκολα το χρόνο ή το χρήμα να τις υλοποιήσεις. Πιστεύω ότι θα βρεθεί κυρίως ο χρόνος. Υπάρχει όμως και μια καινούργια ταινία, η οποία βρίσκεται ακόμη στο στάδιο του μοντάζ και ονομάζεται «Χορεύοντας στον πάγο». Ξεκίνησα με τη φωτογραφία, η οποία με οδήγησε στην κάμερα, που με ώθησε με τη σειρά της να παρακολουθώ κινηματογραφικές ταινίες. Ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια έτρεφα πάθος για τον κινηματογράφο, επί χούντας, όταν η μοναδική πρόσβαση που είχες ήταν μέσω της ταινιοθήκης της Ελλάδος, βράδια και πρωινά Κυριακής στο «Άστυ». Ο κινηματογράφος με έφερε σε επαφή με απίθανους κόσμους, σαν να μου άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο.

Από την αρχή με τη ματιά του ντοκιμαντερίστα να υποθέσω…

Όταν κανείς ξεκινά να γίνει σκηνοθέτης στην Ελλάδα, με τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, δεν ξεκινάει με την προοπτική του ντοκιμαντερίστα, ούτε της διαφήμισης. Ξεκινά να δημιουργήσει fiction ταινίες. Λόγω του μεγάλου κόστους των ταινιών, δεν είναι εύκολα εφικτή πάνω από μια ταινία ανά πενταετία ή και δεκαετία. Οπότε, καταλαβαίνεις ότι είναι βασανιστικό να θέλεις να εκφραστείς και να μην μπορείς. Από την άλλη πλευρά, το ντοκιμαντέρ σού προσφέρει την ελευθερία τού να ρισκάρεις χωρίς μεγάλες οικονομικές απώλειες, καθώς χρειάζεσαι ένα ευέλικτο και μικρό συνεργείο, δεδομένων και των ευκολιών που σου παρέχουν οι ψηφιακές κάμερες. Προσωπικά διαθέτω ένα αρχείο 100 χιλιάδων μέτρων φιλμ με υλικό από την Ελλάδα, μια δουλειά που έχει δύο άξονες: πολιτισμός και περιβάλλον.

Τελευταία έχουν ανοίξει οι προοπτικές για τον κινηματογράφο στην Ελλάδα ή ήταν «βεγγαλικά» εκείνες οι ταινίες μεγαλύτερου budget;

Όχι, όχι! Και ούτε πρόκειται να ανοίξουν, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Μία στα 10 χρόνια; Εκτός από το “El Greco” και τις ταινίες του Αγγελόπουλου δε βγήκε καμία άλλη. Με μία ταινία δε «χτίζεις» εθνικό κινηματογράφο. Φυσικά, υπάρχουν πέντε μεγάλοι και καταξιωμένοι σκηνοθέτες που βρίσκουν τα χρήματα και καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια ταινία. Πλέον όμως ο κινηματογράφος είναι μια εφήμερη τέχνη. Σύντομα ξεκινά και σύντομα τελειώνει. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει η ευχέρεια να δημιουργείς και να ξαναδημιουργείς ταινίες.

Το ίδιο ισχύει και για το ντοκιμαντέρ; Καταναλώνεται φρέσκο κι αυτό;

Για παράδειγμα, εγώ από τα ντοκιμαντέρ που έχω γυρίσει ξεχωρίζω –και όχι μόνο εγώ– περίπου δέκα, γιατί πιστεύω ότι έχουν μια διαχρονική αξία. Όσα χρόνια και να περάσουν νομίζω πως θα ξεχωρίζουν για τη γραφή τους, για το περιεχόμενό τους και τη φόρμα τους. Παίζει σημαντικό ρόλο και ο τόπος που πλησιάζεις, καθώς από τον τρόπο με τον οποίο σχετίζεσαι μ’ αυτόν απορρέει μια χημεία που υπογράφει το αποτέλεσμα.

Κάποια στιγμή είχατε πει ότι «αν ασχολήθηκα με αυτή την τέχνη, ήταν για να ελπίζω όχι μόνος αλλά με άλλους». Μέσα από αυτή τη φράση φαίνεται η εξωτερίκευση ενός «θέλω» που προσπαθεί να «τραβήξει» και άλλους;

Πιστεύω ότι κάθε ταινία που κάνω πρέπει να έχει κάτι να πει. Δεν μιλάω για επανάσταση, μακάρι να γινόταν, αλλά αυτός που θα βγει από την αίθουσα να είναι λίγο πιο «πλούσιος», λίγο πιο προβληματισμένος και γεμάτος. Δεν με ενδιαφέρει να γυρίσω μια ταινία για τη διασκέδαση, δεν με εκφράζει καθόλου αυτό το κομμάτι. Εξακολουθώ να πορεύομαι σε αυτό το δύσκολο μονοπάτι τού να ασχολείσαι με ένα θέμα που να απασχολεί τους γύρω σου, γιατί πρόκειται για μια αμφίδρομη σχέση, προβληματίζεσαι και προβληματίζεις. Για παράδειγμα, έκανα μία σπουδαία fiction ταινία πάνω στους Κούρδους λαθρομετανάστες. Και το λέω αυτό γιατί ήταν μια ταινία την οποία γύρισα με πολύ λίγα μέσα, με πολύ λίγα χρήματα, όμως πήγε στο Φεστιβάλ Βερολίνου ως ελληνική συμμετοχή, πήρε δύο βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στην ταινία αυτή ασχολούμαι με το θέμα «Οι ξένοι κι εμείς», ακούω τι έχουν εκείνοι να πουν χωρίς να τους πω τι σκέφτομαι, προσπαθώ να τους ακούσω εγώ και κατ’ επέκταση και ο θεατής, ο πιο ανυποψίαστος. Τι γίνεται με αυτούς τους ανθρώπους, γιατί υπάρχουν, γιατί ζουν, γιατί μετακινούνται, γιατί εμείς είμαστε έτσι απέναντί τους;

Όσον αφορά στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, που λαμβάνει χώρα δεύτερη χρονιά, έχει γίνει θεσμός;

Πιστεύω ότι θα γίνει, γιατί το θέλει ο κόσμος της Χαλκίδας. Παίζαμε συνέχεια σε γεμάτες αίθουσες, από το πρωί στις εννέα μέχρι τα μεσάνυχτα. Ο κινηματογραφικός χώρος το θέλει πάρα πολύ, παρόλο που πέρυσι ξεκινήσαμε με κάποιες επιφυλάξεις από τον επίσημο χώρο του θεάματος. Φέτος είχαμε τη χορηγία και την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, τις οποίες δε διαθέταμε πέρυσι, και επίσημο χορηγό επικοινωνίας την ΕΡΤ και τα ραδιόφωνά της. Υπάρχει νομίζω αρκετά μεγάλη αποδοχή. Εξάλλου το Φεστιβάλ Χαλκίδας είναι μοναδικό στην Ελλάδα. Δεν είναι ταινίες που επιλέγω εγώ, είναι η ετήσια παραγωγή ντοκιμαντέρ, οποιοσδήποτε, νέος ή όχι, έχει την ευκαιρία να εκφραστεί. Μέσα από αυτή την προσπάθεια βγαίνουν εκπληκτικά έργα και βέβαια, αφού πρόκειται για Φεστιβάλ, υπάρχει και διαγωνιστικό μέρος.

Δεν με ενδιαφέρει να γυρίσω μια ταινία για τη διασκέδαση, δεν με εκφράζει καθόλου αυτό το κομμάτι. Εξακολουθώ να πορεύομαι σε αυτό το δύσκολο μονοπάτι τού να ασχολείσαι με ένα θέμα που να απασχολεί τους γύρω σου, γιατί πρόκειται για μια αμφίδρομη σχέση, προβληματίζεσαι και προβληματίζεις.

Η κριτική επιτροπή, σημαντικά ονόματα, είναι από τη δική σας ομάδα;

Ναι. Και πέρυσι και φέτος. Εγώ είμαι καλλιτεχνικός διευθυντής κι έχω την καθολική ευθύνη για τη λειτουργία του Φεστιβάλ.

Φαντάζομαι πως, παρόλο που είναι όλοι καταξιωμένοι άνθρωποι στο χώρο τους, δέχτηκαν ευχάριστα την πρόσκληση του Φεστιβάλ…

Αυτό είναι θέμα αλληλοεκτίμησης μεταξύ των υπολοίπων και εμού, εφόσον ο ένας εκτιμά και υπολογίζει τον άλλο. Στην επιτροπή έχουμε τον Jean-Marie Drot, παλιό Γάλλο ντοκιμαντερίστα ο οποίος ήταν χρόνια διευθυντής του Institut Français d’ Athènes, τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, γνωστό κριτικό κινηματογράφου, και άλλους τρεις σκηνοθέτες, τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, τον Κλεόνη Φλέσσα και τον Γιάννη Κασπίρη. Επίσης υπάρχει ακόμη μία επιτροπή για τις ταινίες μικρού μήκους, στην οποία βρίσκονται ο Γιάννης Σολδάτος, συγγραφέας, εκδότης, σκηνοθέτης, ο Σάκης Μανιάτης, διευθυντής φωτογραφίας, και ο Γιώργος Νικολακάκης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης.

Εσείς έχετε διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά της γενιάς των νέων σκηνοθετών;

Όλοι ελπίζουμε στη νέα γενιά και ιδιαίτερα σε αυτούς που θα παραμείνουν στο χώρο ανεξάρτητοι, γιατί αυτό είναι το δύσκολο. Έτσι μόνο θα υπάρχει εξέλιξη και ελευθερία της έκφρασης. Για να είναι κανείς ελεύθερος, πρέπει να είναι και ανεξάρτητος. Η τεχνολογία, τα σύγχρονα μέσα που μπορεί να έχει κανείς στα χέρια του σήμερα, σου λύνει τα χέρια, εξαρτάσαι από λιγότερα πράγματα. Παράλληλα όμως έχει κάνει το τοπίο νεφελώδες. Δηλαδή με πολύ λίγα χρήματα κάποιος συγκεντρώνει εικόνες, συγκεντρώνει όμως και πολύ άχρηστο υλικό. Εύκολα χάνεται το μέτρο και η εκτίμηση του τι αποτυπώνουμε.

Όσον αφορά στη φετινή χρονιά, τι έχουν να μας πουν οι παράλληλες εκδηλώσεις;

Σε συνεργασία με το Ευβοϊκό αρχείο και την Κάλλια Χατζηγιάννη κάνουμε μία έκθεση στην ισόγεια αίθουσα του εργατικού κέντρου Χαλκίδας, απέναντι από το θέατρο Παπαδημητρίου, με αρχειακό υλικό για τους κινηματογράφους της Χαλκίδας, καθώς επίσης και στον παρακείμενο χώρο στον οποίο βρίσκεται το βιβλιοπωλείο Περγάμαλη. Σε συνεργασία μαζί του, έχουμε ακόμη μία έκθεση σχετική με τον κινηματογράφο, το ντοκιμαντέρ και το θέατρο. Και βέβαια έχουμε πολλές ταινίες.

Ποιο πιστεύετε ότι είναι το ιδανικό σκηνικό στη Χαλκίδα;

Η Χαλκίδα, όταν γκρέμισε τα τείχη της γύρω στο 1900, έχασε την ευκαιρία να είναι η πιο όμορφη πόλη στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτή την αρχιτεκτονική, εγώ τουλάχιστον, δεν την έχω συναντήσει. Είναι σα να γκρέμισαν το Παλαμήδι στο Ναύπλιο. Δεν έχει μείνει τίποτα από τη νεοκλασική κληρονομιά. Αυτή είναι και η κατάρα της Χαλκίδας. Θέλησαν όλοι να συγκεντρωθούν στο κέντρο, στην παραλία, και «σήκωσαν» πολυκατοικίες. Έχουν μείνει βέβαια κάποια λίγα δείγματα από την παλιά πόλη. Η Χαλκίδα είχε πολιτισμικό υλικό, νεοκλασικά, το δημαρχείο, χρήματα πέρασαν από τα χέρια της, αλλά κανείς δε σεβάστηκε τίποτα. Γκρεμίστηκαν όλα για το κέρδος κάποιων.

Μοιραστείτε:  

Tags: